ἐπετειόφυλλος

ἐπετειόφυλλος
ἐπετειό-φυλλος, ον,
A deciduous, Id.HP7.11.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επετειόφυλλος — ἐπετειόφυλλος, ον (Α) αυτός που κάθε χρόνο χάνει τα φύλλα του και αποκτά νέα, ο φυλλοβόλος …   Dictionary of Greek

  • ἐπετειόφυλλα — ἐπετειόφυλλος deciduous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”